μελινοφάγος

μελινοφάγος
μελινοφάγος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώει το φυτό μελίνη*
2. (το αρσ. πληθ. ως κύρ. όν.) οί Μελινοφάγοι
ονομασία θρακικής φυλής («ἐν δεξιᾷ ἔχοντες τὸν Πόντον διὰ τῶν Μελινοφάγων καλουμένων Θρᾳκῶν εἰς τὸν Σαλμυδησσόν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελίνη + -φάγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”